- μεριτεύομαι
- V 0-0-0-1-0=1 Jb 40,30to divide among themselves [τι]; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
μεριτεύομαι — (Α) [μερίτης] μοιράζομαι κάτι με άλλους … Dictionary of Greek
μεριτεύονται — μεριτεύομαι divide among themselves pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεριτεία — μεριτεία, ἡ (Α) [μεριτεύομαι] 1. διανομή ιδιοκτησίας, μοιρασιά περιουσίας 2. (κατά τον Ησύχ.) «μεριδαρχία» … Dictionary of Greek